Αλληγορικό πανόραμα της Ευρώπης στα πρόθυρα του Α'Παγκοσμίου Πολέμου
Με πνεύμα υποδόριας σάτιρας ο FEDERICO FELLINI ψυχογραφεί τις κοινωνικές και ψυχικές παθογένειες της Ευρώπης στη μοιραία πορεία της προς το επικείμενο ολοκαύτωμα του Α'Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και την κυοφορούμενη (με πατέρα τον FREUD) επανάσταση των ηθών.
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1914˙ τίποτε δεν προοιωνίζεται ακόμη τη μεγάλη καταστροφή που έρχεται, φέρνοντας τη φωτιά του πολέμου και τις στάχτες. Το πλοίο σαλπάρει μεταφέροντας την "τέφρα" διάσημης ντίβας, σύμβολο του καταδικασμένου ευρωπαϊκού πνευματικού πολιτισμού που έχει φτάσει σε ιστορικό απόγειο, με τη μουσική ως το λαμπρότερο επιστέγασμα. Γι'αυτό το λόγο το έργο κολυμπάει κυριολεκτικά στην καλή μουσική κάθε είδους, με την κρυστάλλινη διαύγεια του πιάνου στο CLAIR DE LUNE του DEBUSSY, επανερχόμενη νηφάλια παρένθεση στα κύματα του ρομαντισμού.
Σκοπός του ταξιδιού, η τέφρα της ντίβας να σκορπιστεί στη θαλάσσια περιοχή του νησιού με το αποκαλυπτικό όνομα "Ερημος". Οι επιβάτες, αριστοκράτες, τιτλούχοι και διακεκριμένοι τραγουδιστές, η αφρόκρεμα της κοινωνίας. Μεταξύ των πρώτων ένας πρίγκηπας της Αυστροουγγαρίας, (διάφανη η αρνητική μεροληψία του ιταλού FELLINI) και μία συγγενής πριγκίπισσα, τυφλή γεροντοκόρη, μορφή ιέρειας, η οποία συνδυάζει, την τυφλότητα με την ικανότητα σίγουρης κυκλοφορίας μέσα στο πλοίο που όλοι θαυμάζουν.(Η τυφλή σιγουριά της ηγεσίας των ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που δεν βλέπουν πού οδηγεί η πολιτική τους, πέρα των καθημερινών).
Κάτω στο λεβητοστάσιο του πλοίου, εικόνα δαντικής κόλασης˙ εξαθλιωμένοι κάθιδροι εργάτες τροφοδοτούν με κάρβουνο τις φωτιές των καζανιών. Σε μία εντυπωσιακή σκηνή του έργου, οι υψηλοί επιβάτες ξεναγούνται σε εσωτερικό υπερώο του πλοίου, το οποίο δεσπόζει πάνω από το κολαστήριο των θερμαστών, (αριστουργηματική αποτύπωση του ταξικού χάσματος ανάμεσα στην ανώτερη τάξη και τους πληβείους). Αυτοί παρακαλούν τους εξέχοντες τραγουδιστές να τραγουδήσουν -εν χορώ, εννοείται- και εκείνοι απαντούν στο αίτημα με ένα σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους, ποιος θα πετύχει την ψηλότερη κορώνα, (αντανακλώντας τον ανένδοτο ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, απέναντι στις όποιες προσπάθειες συνεργασίας).
Από τα αμπάρια, στο βάθος του κύτους, αναδίδεται βαριά δυσωδία˙ ένας ρινόκερως κείτεται δεμένος, άρρωστος και όζει, -ερωτευμένος κατά τον τούρκο φύλακα του-. (Άτεγκτοι κοινωνικοί κανόνες της εποχής και η εκκλησία που καταπιέζουν ζωϊκά-ζωτικά ένστικτα μέχρι να κακοφορμίσουν στα ζοφερά υπόγεια της ψυχής). Κάποτε ο ρινόκερως, πάντα δεμένος, ανελκύεται πάνω από το κατάστρωμα και επιχειρείται ο καθαρισμός από τη βρομιά του με νερό υπό πίεση, (όπως η προσπάθεια αποκάθαρσης "υπό πίεση" των θεωρούμενων "βρόμικων" ενστίκτων).
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής περισυλλέγονται μεσοπέλαγα καραβοτσακισμένοι Σέρβοι και Τσιγγάνοι, φυγάδες από τα Βαλκάνια, τους οποίους -σα μολυσμένους- απομονώνουν σε μια γωνιά του καταστρώματος.
Στο σκοτάδι μιας νύχτας, ένας αλλόκοτος -ξωτικών; καλικάντζαρων;(*) χορός των Τσιγγάνων, θυμίζοντας αρχετυπικά πρωτόγονες, μυστηριακές τελετουργίες, καθηλώνει μαγνητισμένη, την υψηλή κοινωνία του πλοίου˙ ο διονυσιασμός επεκτείνεται, με τους Σέρβους στη συνέχεια να τραγουδούν ζωηρά λαϊκά τραγούδια της χώρας τους και να αρχίζουν ξέφρενο χορό που τελικά, -ξυπνώντας ορμέμφυτες επιθυμίες,— συμπαρασύρει και την υψηλή κοινωνία που απελευθερώνεται από τα ψυχολογικά δεσμά της τάξης της˙ η νεαρή κοπέλα, επανειλημμένα εστιασμένη στο φακό για το αμφίσημο βλέμμα της, αφήνει τις επιφυλάξεις της στην αγκαλιά νεαρού Σέρβου και κάποιοι "κύριοι" εκδηλώνουν τις "ιδιαιτερότητές" τους.
Στη συνέχεια γίνεται μεσοπέλαγα η συνάντηση με το αυστροουγγρικό θωρηκτό, που απαιτεί την παράδοση των Σέρβων. Με τη μεσολάβηση του πρίγκηπα της Αυστροουγγαρίας αρχίζουν ατέρμονες διαπραγματεύσεις που περιπλέκονται με τη μεταφραστική ανεπάρκεια του διερμηνέα. Τελικά ξεκαθαρίζεται ότι η παρανόηση είναι αν βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού ή πάνω σε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί! (εύστοχος συμβολισμός γύρω από τη μικρόνοια της ασυνεννοησίας στις άκαρπες διαβουλεύσεις των Δυνάμεων πριν από την έκρηξη του πολέμου). Μεσολαβεί η προσωρινή άδεια του θωρηκτού για την προσέγγιση του πλοίου στο νησί "Ερημος", όπου γίνεται απρόσκοπτα η τελετή του σκορπίσματος της τέφρας της ντίβας.
Στο τέλος επιβιβάζονται οι πρόσφυγες Σέρβοι σε λέμβο -και η κοπέλα μαζί- για να παραδοθούν στο θωρηκτό όπου πλησιάζοντας, νεαρός Σέρβος πετάει βαρελότο που βρίσκει τη βάση κανονιού˙ ακολουθεί έκρηξη των κανονιών του θωρηκτού που πλήττουν το πλοίο και τα δύο σκάφη αρχίζουν να βυθίζονται. (Ξεσπάει ο πόλεμος του οποίου κανείς δεν φανταζόταν τις συνέπειες, μπρος στις οποίες η φονική σφαίρα του Σαράγεβου ήταν τωόντι βαρελότο). Στο βυθιζόμενο πλοίο, με τον κίνδυνο να απελευθερώνει τα ένστικτα, η τυφλή πριγκίπισσα γραπώνει συνταξιδιώτη και τον αγκαλιάζει με ένα παθιασμένο φιλί διαρκείας. Στον πλημμυρισμένο διάδρομο το μεγάλο πιάνο, ναυάγιο του πολιτισμού, απομακρύνεται πλέοντας προς την άβυσσο. Ο δημοσιογράφος που παρατηρεί και καταγράφει σε όλη τη διαδρομή απομακρύνεται και αυτός μέσα σε μια βάρκα μαζί με τον ελευθερωμένο πια θηλυκό ρινόκερω, το γάλα του οποίου εκθειάζει με νόημα για τη νοστίμια του.
(*) "καλικάντζαρος" Ινδικό διαλεκτικό (μερικώς και τσιγγάνικο): KALE/KALI-KANJARO=Μαύρος άνθρωπος.