Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2003

Η Πύρνα της Ινδίας

Τις φευγαλέες τηλεοπτικές εικόνες της 12ης/8 ήρθαν να συμπληρώσουν οι έγχρωμες φωτογραφίες της «Καθημερινής» του Δεκαπενταύγουστου, εγγράφοντας στο (σκεπτικίζον) συνειδητό μας, χάρη και στον εμπεριστατωμένο σχολιασμό της Ξ. Κουναλάκη, την μεγάλη ινδική γιορτή εξαγνισμού, που γίνεται -όχι μακριά από τις πηγές του- στον ιερό ποταμό Godavari, ο οποίος σε μήκος 1.500. χλμ. διαρρέει διαγώνια (ΒΔ-ΝΑ) το κέντρο της ινδικής χερσονήσου (Deccan) Ενδιαφέρουσα η χρονική σύμπτωση των παράλληλων αυτών πάνδημων, αλλά τόσο διαφορετικής μορφής, θρησκευτικών εκδηλώσεων χριστιανισμού και ινδουισμού. Υπάρχει όμως και μια άλλη σύμπτωση, καθόλου τυχαία, ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος για τα καθ' ημάς: παραπόταμος του ιερού ποταμού Godavari στην ινδόφωνη πολιτεία Maharashtra λέγεται Purna, όπως Πύρνα (αρχικά, υ:ου) ονομάζεται και ο κηφισιώτικος παραπόταμος, (άφθονα τροφοδοτούμενος παλιά από το Κεφαλάρι), του ποτάμιου θεού Κηφισού.

Στο γράμμα μου, «Το αίνιγμα της Πύρνας», («Κ» 13/7), ετυμολογική ανίχνευση του ονόματός της οδηγεί στις ΒΔ ευρωπαϊκές εσχατιές του αδιάσπαστου πριν από την τουρκο-μογγολική λαίλαπα ινδοευρωπαϊκού τόξου, στο παλιό αγγλοσαξωνικό burna και τις σύγχρονες μορφές του στα Αγγλικά, Ολλανδικά και Γερμανικά που έχουν την έννοια: «ρυάκι, πηγές». Η ινδική Purna, στην αντίθετη, ΝΑ εσχατιά του τόξου, στις παρυφές των δραβιδικών γλωσσών, έρχεται να επισφραγίσει την άποψη της προελληνικής, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης του ονόματος.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2003

Το αίνιγμα της Πύρνας

Έχει και η Κηφισιά το ποτάμι της, την Πύρνα (ρέμα του Κοκκιναρά). Μπορεί το καλοκαίρι να μην έχει νερό, αλλά οι χειμωνιάτικες βροχές διατηρούν τα πλατάνια της, τα πιο θαλερά σε όλην την Κηφισιά, τώρα που στέρεψαν οι αμπολές της. Οι συννεφιασμένοι ουρανοί στις αρχές του χρόνου, στέλνοντας ασυνήθιστες ποσότητες βροχής, μεταμόρφωναν την Πύρνα ως τον Απρίλιο -και τις ηλιόλουστες ακόμη μέρες- σε ποτάμι που έμοιαζε αστείρευτο, εντύπωση ενισχυόμενη από τον ήχο κατακρημνιζόμενων νερών που ακουγόταν από τη γέφυρα της Εμμανουήλ Μπενάκη.

Πενήντα μέτρα πιο κάτω, πλάι στο στενό δρομάκι Ραγκαβή, σχεδόν αθέατος πίσω από συρματοπλέγματα μπερδεμένα με βάτα και σκουπίδια, ένας μικρός καταρράκτης, ίσως και δέκα μέτρων ύψους, ξάφνιαζε τον περαστικό, μεταφέροντάς τον σε αλλοτινούς τόπους και χρόνους. Λίγο πιο ψηλά από τη βάση του καταρράκτη, προσιτό όμως από την κοίτη της Πύρνας, ανοίγεται μικρό σπήλαιο, μάλλον απομεινάρι από μεγαλύτερο, του οποίου έχει καταπέσει η οροφή από τη διάβρωση των νερών που τρέχουν από πάνω.

Πριν από δύο και πλέον δεκαετίες, τρεις νεαρότατοι τότε Κηφισιώτες εξερευνώντας το σπήλαιο βρέθηκαν μπροστά στο άνοιγμα αγωγού, ο οποίος από το βάθος του σπηλαίου και αρκετά μέτρα κάτω από τη βραχώδη κοίτη της Πύρνας έβαινε περίπου παράλληλα με αυτήν.

Προχωρώντας με δυσκολία, λόγω λάσπης, υγρασίας, ακόμη και σταλακτιτών, σχεδόν με τα τέσσερα, διένυσαν απόσταση πέρα και από τη γέφυρα της Εμμανουήλ Μπενάκη προς τη λεωφόρο Κηφισίας μέχρις ενός σημείου, όπου ακούγονταν ομιλίες από παρόχθιους οικίσκους. Οι αυξανόμενες δυσχέρειες τους ανάγκασαν να επιστρέψουν. Διαπίστωσαν το εξής ενδιαφέρον: την οροφή του αγωγού καλύπτουν πλάκες και κατά διαστήματα υπάρχουν ίχνη κάθετων φρεατίων καταχωσμένων τώρα.

Το έργο αυτό που φέρνει στον νου, σε μεγάλη βέβαια σμίκρυνση, την αποχετευτική σήραγγα που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οι Μινύες στην Κωπαΐδα 13 αιώνες π.Χ. (Jost Knauss: Kopais 1-3), πιστοποιεί, νομίζω, τη σημασία την οποία είχε για τους αρχαιότατους κατοίκους της Κηφισιάς το σπήλαιο, λατρευτικού, κατά πάσαν πιθανότητα χαρακτήρα, και τη φροντίδα τους να το διασφαλίσουν από την επαπειλούμενη διάβρωση, της οροφής του. Για τον σκοπό αυτόν παρακάμφθηκε υπογείως η βραχώδης κοίτη μέχρι του σημείου εκείνου όπου ήταν εύκολη η διάτρηση της και η εκτροπή του νερού στον αγωγό. Αν, όπως εύλογα μπορεί να υποτεθεί, αντικείμενο της λατρείας ήταν ποταμίδες Νύμφες, ο αγωγός προσέδιδε επιπλέον στο σπήλαιο ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των Νυμφαίων, την αναβλύζουσα πηγή.
Σε μία από τις τόσες ταραχώδεις περιόδους μετακίνησης πληθυσμών στη χώρα μας, η συντήρηση του αγωγού θα διακόπηκε με καταστροφικά αποτελέσματα για το πρώτο αυτό Νυμφαίο της Κηφισιάς, το οποίο αντικαταστάθηκε από το γνωστό σήμερα πλάι στον δρόμο του Κοκκιναρά μεταγενέστερο, με την πληθώρα ευρημάτων ρωμαϊκής εποχής.
Η παλαιότητα του πρώτου Νυμ φαίου συνάδει και με την αρχαιότατη προέλευση του ονόματος της Πύρνας, το οποίο είναι προελληνικό, αλλά ινδοευρωπαϊκό, όπως και των άλλων δύο ποταμών της Αττικής, του Κηφισού και του Ιλισού. Αναγνωρίζεται σήμερα ότι, εκτός από το «μεσογειακό» υπόστρωμα, υπήρχαν και προελληνικά φύλα ομιλούντα ινδοευρωπαϊκά ιδιώματα.

Πέρα από μεταγενέστερες ετυμο λογικές ακροβασίες σε σχήμα πρωθύστερο, όπως π.χ. η σύνδεση του ονόματος με τα «πύρνα», αρτίδια προσφερόμενα στις εορτές των Νυμφαίων, είναι προφανής η συγγένεια της Πύρνας με το παλαιό αγγλοσαξονικό burna, τα μεταγενέστερα αγγλ./σκωτ. bourn, burn: ρυάκι και τα γερμανικά Brunn, Brunnen, Born: πηγή και πηγαίο νερό, χρησιμοποιούμενα και ως πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τοπωνυμίων Bournemouth, Paderborn. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφερόμενη από τον Ηρόδοτο, Πυρήνη, ως τόπος των πηγών του Ιστρου - Δούναβη (εκτός από ομώνυμη Νύμφη).

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2003

Ο Εθνικός μας Κήπος

Η γνωριμία μου, με συχνές επισκέψεις, χρονολογείται πάνω από τρία τέταρτα του αιώνα· δύο βήματα άλλωστε από τη «γενέτειρα», τη γνήσια τότε γραφική, την πολυύμνητη Πλάκα (αρβανίτικα: η Παλιά, όπως και η αντίστοιχη της Κηφισιάς). Μοναδικό καταπράσινο στολίδι, όαση μέσα στο αυχμηρό άστυ, ευλογημένη με το -(αδριάνειας ίσως προέλευσης)- άφθονο νερό της Μπουμπουνίστρας, με το δικό της μικροκλίμα ευεργετικής ευκρασίας.

Εμεινε αλώβητος και θαλερός στα πικρά χρόνια της κατοχής, όταν ξυλεύτηκαν άγρια πολλά τριγύρω βουνά. Παρά τις μεταβολές στο επίθετο του, που ακολουθούσαν τις καθεστωτικές αλλαγές της χώρας (βασιλικός / εθνικός), διατήρησε τη σοφή διαρρύθμιση του, —(αντίθετα με ό,τι κάναμε εμείς αργότερα με το συγκριτικά ανήσκιωτο Άλσος του Αρεως)-, την οποία οι Βαυαροί είχαν προσαρμόσει στις ανάγκες αντιμετώπισης των κλιματολογικών συνθηκών του ξηρού αθηναϊκού Λεκα(μι)νοπεδίου: πυκνή φύτευση υψηλών και αιωνόβιων δέντρων, στενά και ελικοειδή δρομάκια που εξασφάλιζαν αναπάντεχη δροσιά τους καλοκαιρινούς μήνες. Εκτός από το βοτανικό του Μουσείο, που ελάχιστοι γνωρίζουν, η αναγραφή σε πινακίδες πάνω στον κορμό των δέντρων του σχετικού ονόματος, έκανε συνάμα τον περίπατο επαγωγό πρώτο μάθημα φυτολογίας.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια απαράδεκτη αλλαγή αυτής της φυσιογνωμίας του Κήπου. Η πυκνή περιμετρική βλάστηση δίπλα στα κιγκλιδώματα, όπως και πέριξ των εγκαταστάσεων της Φρουράς των Ευζώνων, καθώς και εγγύς του Κοινοβουλίου, έχει κυριολεκτικά αποδεκατιστεί και ο διερχόμενος από τους τριγύρω δρόμους βλέπει σε βάθος το αποψιλωμένο τοπίο. Δεν ξέρω αν ίσως λόγοι ασφαλείας, δεν βρήκαν άλλη, λιγότερο επώδυνη λύση· ποια είναι όμως η δικαιολογία της κοπής τόσων δέντρων στο εσωτερικό του Κήπου, χωρίς αντικατάσταση με άλλα της ίδιας κατηγορίας. Φοβούμαι δε ότι κάτι πινακίδες που εφιστούν γενικά και αόριστα την προσοχή των επισκεπτών για τον κίνδυνο πτώσης κλάδων (και τι θα μπορούσαν άραγε να κάνουν οι δύστυχοι για να προφυλαχτούν;) αποβλέπουν στην προληπτική κάλυψη ευθυνών έναντι της συντελούμενης δενδροκτονίας, την ώρα μάλιστα που πάνω από τα κεφάλια μας συρρικνώνεται δραματικά η προστατευτική ασπίδα του όζοντος.

Το βλαβερό έργο συμπληρώνεται με την άσκοπη διάνοιξη καινούργιων δρόμων και τη διαπλάτυνση των υφισταμένων, εις βάρος πάντοτε του πρασίνου. Ποιοι άραγε αποφάσισαν όλα αυτά τα «αναπτυξιακά», κατά τη συνήθη εργολαβική νοοτροπία, έργα που καταστρέφουν ανεπανόρθωτα τη φυσιογνωμία ενός μοναδικού φυσικού κάλλους μνημείου της άχαρης πόλης μας.

Όλη αυτή η τρομακτική δραστηριότητα συνοδεύεται από την επέλαση πληθώρας τροχοφόρων που έχουν ενσκήψει στο άλλοτε ειδυλλιακό καταφύγιο των ταλαίπωρων Αθηναίων.

Εντύπωση, πάντως, προξενεί, η εν όψει των τεκταινομένων, παγερή αδιαφορία των σύγχρονων κατοίκων αυτής της άφιλης πόλης. Εξεστι Νεοαθηναίοις ιδιωτεύειν;