Κυριακή 13 Ιουλίου 2003

Το αίνιγμα της Πύρνας

Έχει και η Κηφισιά το ποτάμι της, την Πύρνα (ρέμα του Κοκκιναρά). Μπορεί το καλοκαίρι να μην έχει νερό, αλλά οι χειμωνιάτικες βροχές διατηρούν τα πλατάνια της, τα πιο θαλερά σε όλην την Κηφισιά, τώρα που στέρεψαν οι αμπολές της. Οι συννεφιασμένοι ουρανοί στις αρχές του χρόνου, στέλνοντας ασυνήθιστες ποσότητες βροχής, μεταμόρφωναν την Πύρνα ως τον Απρίλιο -και τις ηλιόλουστες ακόμη μέρες- σε ποτάμι που έμοιαζε αστείρευτο, εντύπωση ενισχυόμενη από τον ήχο κατακρημνιζόμενων νερών που ακουγόταν από τη γέφυρα της Εμμανουήλ Μπενάκη.

Πενήντα μέτρα πιο κάτω, πλάι στο στενό δρομάκι Ραγκαβή, σχεδόν αθέατος πίσω από συρματοπλέγματα μπερδεμένα με βάτα και σκουπίδια, ένας μικρός καταρράκτης, ίσως και δέκα μέτρων ύψους, ξάφνιαζε τον περαστικό, μεταφέροντάς τον σε αλλοτινούς τόπους και χρόνους. Λίγο πιο ψηλά από τη βάση του καταρράκτη, προσιτό όμως από την κοίτη της Πύρνας, ανοίγεται μικρό σπήλαιο, μάλλον απομεινάρι από μεγαλύτερο, του οποίου έχει καταπέσει η οροφή από τη διάβρωση των νερών που τρέχουν από πάνω.

Πριν από δύο και πλέον δεκαετίες, τρεις νεαρότατοι τότε Κηφισιώτες εξερευνώντας το σπήλαιο βρέθηκαν μπροστά στο άνοιγμα αγωγού, ο οποίος από το βάθος του σπηλαίου και αρκετά μέτρα κάτω από τη βραχώδη κοίτη της Πύρνας έβαινε περίπου παράλληλα με αυτήν.

Προχωρώντας με δυσκολία, λόγω λάσπης, υγρασίας, ακόμη και σταλακτιτών, σχεδόν με τα τέσσερα, διένυσαν απόσταση πέρα και από τη γέφυρα της Εμμανουήλ Μπενάκη προς τη λεωφόρο Κηφισίας μέχρις ενός σημείου, όπου ακούγονταν ομιλίες από παρόχθιους οικίσκους. Οι αυξανόμενες δυσχέρειες τους ανάγκασαν να επιστρέψουν. Διαπίστωσαν το εξής ενδιαφέρον: την οροφή του αγωγού καλύπτουν πλάκες και κατά διαστήματα υπάρχουν ίχνη κάθετων φρεατίων καταχωσμένων τώρα.

Το έργο αυτό που φέρνει στον νου, σε μεγάλη βέβαια σμίκρυνση, την αποχετευτική σήραγγα που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οι Μινύες στην Κωπαΐδα 13 αιώνες π.Χ. (Jost Knauss: Kopais 1-3), πιστοποιεί, νομίζω, τη σημασία την οποία είχε για τους αρχαιότατους κατοίκους της Κηφισιάς το σπήλαιο, λατρευτικού, κατά πάσαν πιθανότητα χαρακτήρα, και τη φροντίδα τους να το διασφαλίσουν από την επαπειλούμενη διάβρωση, της οροφής του. Για τον σκοπό αυτόν παρακάμφθηκε υπογείως η βραχώδης κοίτη μέχρι του σημείου εκείνου όπου ήταν εύκολη η διάτρηση της και η εκτροπή του νερού στον αγωγό. Αν, όπως εύλογα μπορεί να υποτεθεί, αντικείμενο της λατρείας ήταν ποταμίδες Νύμφες, ο αγωγός προσέδιδε επιπλέον στο σπήλαιο ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των Νυμφαίων, την αναβλύζουσα πηγή.
Σε μία από τις τόσες ταραχώδεις περιόδους μετακίνησης πληθυσμών στη χώρα μας, η συντήρηση του αγωγού θα διακόπηκε με καταστροφικά αποτελέσματα για το πρώτο αυτό Νυμφαίο της Κηφισιάς, το οποίο αντικαταστάθηκε από το γνωστό σήμερα πλάι στον δρόμο του Κοκκιναρά μεταγενέστερο, με την πληθώρα ευρημάτων ρωμαϊκής εποχής.
Η παλαιότητα του πρώτου Νυμ φαίου συνάδει και με την αρχαιότατη προέλευση του ονόματος της Πύρνας, το οποίο είναι προελληνικό, αλλά ινδοευρωπαϊκό, όπως και των άλλων δύο ποταμών της Αττικής, του Κηφισού και του Ιλισού. Αναγνωρίζεται σήμερα ότι, εκτός από το «μεσογειακό» υπόστρωμα, υπήρχαν και προελληνικά φύλα ομιλούντα ινδοευρωπαϊκά ιδιώματα.

Πέρα από μεταγενέστερες ετυμο λογικές ακροβασίες σε σχήμα πρωθύστερο, όπως π.χ. η σύνδεση του ονόματος με τα «πύρνα», αρτίδια προσφερόμενα στις εορτές των Νυμφαίων, είναι προφανής η συγγένεια της Πύρνας με το παλαιό αγγλοσαξονικό burna, τα μεταγενέστερα αγγλ./σκωτ. bourn, burn: ρυάκι και τα γερμανικά Brunn, Brunnen, Born: πηγή και πηγαίο νερό, χρησιμοποιούμενα και ως πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τοπωνυμίων Bournemouth, Paderborn. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφερόμενη από τον Ηρόδοτο, Πυρήνη, ως τόπος των πηγών του Ιστρου - Δούναβη (εκτός από ομώνυμη Νύμφη).