Τρίτη 22 Ιουλίου 1997

Κρειττότερόν εστιν ειδέναι.

«Κρειττότερόν εστιν ειδέναι...εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, ή καλύπτραν λατινικήν». Η φορτωμένη με ολέθριες συνέπειες ιστορική αυτή φράση του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά, ανώτατου, μετά τον Αυτοκράτορα, βυζαντινού αξιωματούχου, δεν ήταν απόρροια προσωπικής τυφλής εμπάθειας, αλλά απηχούσε τα αισθήματα της μεγίστης πλειοψηφίας των τελευταίων θλιβερών καταλοίπων του πάλαι ποτέ ακμαίου βυζαντινού πληθυσμού και των άλλοτε ικανών αρχόντων του.

Και ο μεν τουρκόφιλος Νοταράς περιέπεσε σύντομα στη δυσμένεια του Πορθητή, επειδή δεν έστεργε να του παραδόσει τον πανέμορφο μικρότερο γιο του, βορά στις βδελυρές επιθυμίες του Ασιάτη. Πριν αποκεφαλιστεί όμως, ο δύστηνος Νοταράς υποχρεώθηκε να παρακολουθήσει την ακατονόμαστη ατίμωση των δύο μεγαλυτέρων παλικαριών του από τους κτηνώδεις κατακτητές, που στο τέλος τα αποκεφάλισαν μπροστά στα μάτια του πατέρα τους. Το δε Εθνος δεν φαίνεται να έχει εξοφλήσει ακόμη στο ακέραιο το τίμημα της τραγικής αυτής επιλογής.

Ποιος θα το περίμενε, όμως, πως ακόμη και σήμερα ζουν και βασιλεύουν μεταξύ μας οι πνευματικοί επίγονοι των Νοταράδων. Πέρσι, από το βήμα προαστιακού Πνευματικού Κέντρου, λειτουργός ανωτάτου πνευματικού ιδρύματος διακήρυττε ότι περίπου χάρις στην τουρκική κατάκτηση διασώσαμε τον ελληνισμό μας με τα «προνόμια» που απέσπασε δήθεν από τον κατακτητή η Εκκλησία. Αποσιώπησε βέβαια το εξοντωτικό αντάλλαγμα: τη σύμπραξη των δεσμωτών με τον τύραννο στον ερμητικό αποκλεισμό τους από την πνευματική απογείωση της αναγεννώμε-νης Δ. Ευρώπης, -κύριο στόχο του δόλιου Ασιάτη- ο οποίος κατοχύρωσε οιονεί θεσμικά το αντιδυτικό φρόνημα κλήρου και λαού, ως το ισχυρότερο έναντι της Δύσης ιδεολογικό προμαχώνα που εξασφάλιζε, μέσω της απομόνωσης, τη μακροβιότητα της σκοτεινής δεσποτείας του. Κάποια ίχνη από αυτό το τεσσάρων αιώνων σκοτάδι είναι ακόμη ορατά στον ελληνικό ορίζοντα. Αντιπαρήλθε επίσης το γεγονός ότι και υπό ενετική κυριαρχία τα Επτάνησα και η Κρήτη, όχι μόνον δεν έχασαν την ελληνικότητα τους, αλλά γνώρισαν και μια γνήσια ελληνική πολιτισμική άνθιση.

Στη συνέχεια καταλόγισε βαρύτατες ευθύνες στον γενοβέζο πολέμαρχο Ιουστινιάνη, γιατί τάχα με την αποχώρηση του κατάφερε θανάσιμο πλήγμα στην άμυνα της Πόλης, παραλείποντας να αναφέρει ότι ο ανδρείος αυτός εθελοντής υπερασπιστής της Βασιλεύουσας αποσύρθηκε από τις επάλξεις μόνο ύστερα από το σοβαρό τραυματισμό του, που του στοίχισε τη ζωή λίγο χρόνο αργότερα.

Ως επιστέγασμα του λόγου εξέφρασε την πεποίθηση (χωρίς να έχει αποδείξεις, όπως ομολόγησε) ότι την Κερκόπορτα πρέπει να την άνοιξε ασφαλώς κάποιος Φρά-γκος!

Ομως την Κερκόπορτα, αν αυτή χρειαζόταν για να πέσει η Πόλη, την κρατούσε ορθάνοιχτη η μοιραία φράση του Νοταρά.

Αυτά, συμπληρωματικά στο τεκμηριωμένο σημείωμα «Οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας», του κ. Α. Ξανθία στην «Κ» 4/6.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 1997

Gustav Mahler

Στο όρθρο του «Η χιλιετία που έρχεται» (εφημερίδα «Καθημερινή» 14/2/1997) ο κ. Χρήστος Μαλεβίτσης, στοχαζόμενος πάνω στο ψυχανέμισμα των μηνυμάτων που στέλνουν συμβολικά τα περάσματα από τους κομβικούς συμβατικούς χρονοδείκτες της ανθρώπινης ιστορίας, παραθέτει απόσπασμα από το βιβλίο «Εικοστός Αιώνας», του Π. Κανελλόπουλου. Κατ' αυτόν... «όταν άρχισε ο αιώνας μας, κανένας μεγάλος άνθρωπος δεν βρέθηκε σε κρίσιμη σκοπιά... Οι κρίμες σκοπιές ήταν έρημες, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε ότι υπάρχουν κι ότι είναι πάντα κρίσιμες».

Κι όμως, πιστεύω πως σε τέτοια ακριβώς σκοπιά βρέθηκε ένας μεγάλος τωόντι άνθρωπος που ήξερε να αφουγκράζεται τις χρησμωδίες της Σίβυλλας και να μας μεταδίδει , το νόημά τους με τη μυστηριακή υποβλητικότητα της μουσικής: ο Gustav Mahler (1860-1911).

Στο μεταίχμιο δύο σημαδιακών αιώνων, τέκνο του πολυτάλαντου και πολύπλαγκτου κεντροευρωπαϊκού Ιουδαϊσμού, ουσιώδους -πριν από τον εξολοθρεμό- ζυμωτικού συστατικού στον πνευματικό άρτο της Ηπείρου μας, με ανεξίτηλες τις πρώιμες ψυχικές αποτυπώσεις του θρηνητικού μέλους της Συναγωγής, ο Mahler ήταν από τη Μοίρα ταγμένος να γράψει τον μουσικό επίλογο μιας εποχής που χάθηκε στον ορυμαγδό του πολέμου. Του διπλού Αρμαγεδόνα, που δύο φορές μέσα στον αιώνα που λήγει σάρωσε την Ευρώπη.

Από τα τρίσβαθα του φυλετικού του υποσυνείδητου αναδύεται στη μουσική του ο απόηχος του ζοφερού μηνύματος του Προφήτη: (α) ...«μαιμάσσεται η ψυχή μου, σπαράσσεται η καρδία μου, ου σιωπήσομαι, ότι φωνήν σάλπιγγος ήκουσεν η ψυχή μου, κραυγήν πολέμου». Η ανέφελη αθωότητα γνώριμου παιδικού τραγουδιού μεταλλάσσεται σε πένθιμο εμβατήριο (3ο μέρος 1ης Συμφωνίας) και στο βάθος ανέμελων βιεννέζικων ρυθμών (Σκέρτσο 5ης Συμφωνίας) ενεδρεύουν δυσοίωνα ανακρούσματα κροταλισμών μακάβριου χορού. Προανακρούσματα της επερχόμενης συντριβής ενός κόσμου αισιόδοξων βεβαιοτήτων και πίστης στο μέλλον. Ενός καταδικασμένου κόσμου, τη διάλυση του οποίου, σαν αντανάκλαση παραμορφωτικού καθρέφτη, τη διαβλέπουμε στα επανερχόμενα, αλλοιωμένα πια, θέματα του. Προμηνύματα του τέλους μιας εποχής που είδε την κορύφωση του μεταχριστιανικού ευρωπαϊκού πνεύματος σε όλες του τις εκφάνσεις και ιδιαίτερα στη μουσική, την πιο χαρακτηριστική, την υψίστη του ίσως δημιουργία.

Όμως, η ακοίμητη ψυχή του Mahler, σε διαρκή αναζήτηση απαντήσεων στις μεταφυσικές ανησυχίες που τον τυραννούν, ανοίγει ταυτόχρονα παράθυρα στον μεταβαλλόμενο κόσμο που έρχεται (10η Συμφωνία). Η μουσική του, χωρίς να σπάει τους δεσμούς με το λαμπρό παρελθόν, προχωρεί πέρα από τα πρότυπα της εποχής του, ελευθερώνοντας νέες πηγές εκφραστικών δυνατοτήτων, τις οποίες έφεραν σε ακραία σημεία οι επίγονοι του, πιστοί στο αποδομητικό πνεύμα του αιώνα μας. Ο ίδιος χρησιμοποιεί την ελευθερία αυτή για την ολοκλήρωση του μουσικού οικοδομήματος του καιρού του με την ανάπτυξη -μέσα από ιδιοφυείς ηχοχρωματικές διεργασίες και ρυθμικές εναλλαγές-του δραματικού στοιχείου. Ανάπτυξη η οποία, σε συνδυασμό με την ένταξη της φωνής στα συμφωνικά του έργα (Συμφωνίες 2,3,4 και το Τραγούδι της Γης), τους προσδίδει βαθιά ανθρώπινο παλμό που εγγίζει τα μύχια της ψυχής. Όπως τούτο συμβαίνει σε καταληκτικά μέρη του έργου του, όπου η συμπυκνωμένη σε δεητική απαντοχή συναισθηματική φόρτιση απελευθερώνεται σε μια λυτρωτική έκλαμψη μουσικού φωτός.

Η ολοκλήρωση αυτή βαίνει και προς μιαν άλλη κατεύθυνση, ιδιαίτερης σημασίας στην ανακυκλούμενη αντιπαράθεση μας με τη Δύση: στον μακραίωνα, αρμονικό και καρποφόρο συγχρωτισμό του λυρικού λατινικού Νότου με την ελεγειακή κελτική Δύση και τον στοχαστικό τευτονικό Βορρά, που μας έδωσε το αγλάισμα της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής, ο Mahler εισάγει, ενσωματώνοντας οργανικά -(όχι αποσπασματικά ή φολκλορικά)- αντίλαλους λυγμώδους μέλους από πανάρχαιες ανατολικομεσογειακές κοιτίδες, ευρύνοντας έτσι την οικουμενικότητα της μουσικής του έκφρασης.

Αυτά, ταπεινό αντίδωρο ευγνωμοσύνης για την ανεκτίμητη δωρεά ενός μεγάλου μουσικού δημιουργού.